- ἐναγιστήριον
- ἐνᾰγ-ιστήριον, τό,A place for offering to the dead, IG4.203.9 ([place name] Corinth).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναγιστήριον — ἐναγιστήριον, το (Α) τόπος ή οικοδόμημα όπου γίνονταν εναγισμοί … Dictionary of Greek